- θεμίξενος
- θεμίξενος, -ον (Α)ο δίκαιος προς τους ξένους («θεμίξενος ἀρετά», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + ξένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμίξενον — θεμίξενος just to strangers masc/fem acc sg θεμίξενος just to strangers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek